οίκιση

οίκιση
η (Α οἴκισις) [οικίζω]
ίδρυση πόλης και εγκατάσταση κατοίκων σε αυτήν, αποίκιση, αποικισμός
νεοελλ.
εγκατάσταση κάποιου σε οικία, σε κατοικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰκίσῃ — οἰκίσηι , οἴκισις colonization fem dat sg (epic) οἰκίζω found as a colony aor subj mid 2nd sg οἰκίζω found as a colony aor subj act 3rd sg οἰκίζω found as a colony fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικιστικός — ή, ό (Α οἰκιστικός, ή, όν) [οικιστής] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών («οικιστικός σχεδιασμός») 2. αυτός που αποτελείται από κατοικίες («οικιστικό σύνολο») 3. το θηλ. ως ουσ. η οικιστική σύγχρονη επιστήμη, κλάδος τής πολεοδομίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”